- μαντραγόρας
- οβλ. μανδραγόρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… … Dictionary of Greek
μανδραγόρας — μανδραγόρας, ο και μαντραγόρας, ο φυτό με κοκκινωπά άνθη υπνωτικό και ναρκωτικό, η μηλοπεπονιά, ο μηλιάκος, ο καλάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)